-
1 сила
1. (физическая величина) η δύ-ναμ/η, η ισχύςВан-дер-Ваальсовы - ы (межмолекулярного взаимодействия) - εις Βαν Ντε Βαλ (Van Der Waals), οι ασθενείς - ειςкуло-новская - κουλόμβ (Coulomb), ελκτική - ηλεκτρικής φύσης- απώθησηςподъёмная ав. - άντωσηςрабочая - εργατική -, το εργατικό προσωπικόразрешающая - η διαχωριστική/διακριτική ικανότητα- света η φωτεινή ισχύς, η ισχύς σε κηρίαтормозная - πέδησης/φρεναρίσμα-τος- тяги ав. - έλξης, προωθητική -2. (интенсивность, напряжённость) η ένταση 3. (правомочность) η ισχ/ύς 4. -ы мн. (материальное начало, часть общества и т.п.) οι δυνάμεις- природы - της φύσης, φυσικές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сила
-
2 сила
сила ж в рази. знач. η δύναμη· полный сил γεμάτος δυνάμεις; это нам не по \силаам αυτό ξεπερνά τις δυνάμεις μας; общими \силаами με κοινές δυνάμεις; прогрессивные \силаы οι προοδευτικές δυνάμεις; \силаы мира οι φιλειρηνικές δυνάμεις ◇ в \силау... λόγω...· \силаы быстрого развёртывания οι δυνάμεις ταχείας ανάπτυξης* * *ж в разн. знач.η δύναμηпо́лный сил — γεμάτος δυνάμεις
э́то нам не по си́лам — αυτό ξεπερνά τις δυνάμεις μας
о́бщими си́лами — με κοινές δυνάμεις
прогресси́вные си́лы — οι προοδευτικές δυνάμεις
си́лы ми́ра — οι φιλειρηνικές δυνάμεις
••в си́лу... — λόγω…
си́лы бы́строго развёртывания — οι δυνάμεις ταχείας ανάπτυξης